-
1 πλεκτικός
πλεκτικός, zum Flechten gehörig, damit beschäftigt; τέχναι, Plat. Legg. III, 679 c; καὶ τεκτονική, Polit. 288 d; Sp., auch adv., Schol. Opp. Hal. 2, 376; – zum Verwickeln geneigt, Epicur. bei D. L. 10. 43.
-
2 κανών
κανών, όνος, ὁ (verwandt scheint κάννα), jede gerade Stange, gerader Stab, um Etwas gerade, aufrecht od. aus einander zu halten; – 1) bei Hom. sind κανόνες die beiden überkreuz gelegten Hölzer, die zur Ausspannung des Schildrandes dienen, über welche das Leder gespannt ist, welches die Fläche des Schildes bildet, oder zwei Querhölzer oben u. unten auf der inneren Seite des Schildes, an denen der Schildhalter, τελαμών, befestigt war, ehe die Handgriffe, ὄχανα, in Gebrauch kamen; Iliad. 8, 193. 13, 407. Vgl. D. Hal. 2, 71 ἃς (πέλτας) ὑπηρέται τινὲς αὐτῶν ἠρτημένας ἀπὸ κανόνων κομίζουσι. – 2) Il. 23, 760 von der webenden Frau κανών, ὅντ' εὖ μάλα χειρὶ τανύσσῃ πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον, ἀγχόϑι δ' ἴσχει στήϑεος, entweder der Garn- oder Weberbaum, od. die Spule zum Aufwickeln des Garnes, was Nonn. D. 47, 631 nachahmt, wie auch Ar. Th. 822 als Geräthe der Frauen neben einander nennt τἀντίον, ὁ κανών, οἱ καλαϑίσκοι, τὸ σκιάδειον; nachher auf die Männer übertr. τοῖς ἀνδράσι ἀπόλωλεν ὁ κανὼν ἐκ τῶν οἴκων αὐτῇ λόγχῃ, wo entweder an den Schild mit dem Schol. zu denken, od. an den Schaft der Lanze, κάμακα erkl. der Schol. Auch Plut. sept. sap. conv. 13 erwähnt als Vorbereitung zum Weben κανόνων διάϑεσις καὶ ἀνέγερσις ἀγνύϑων; vgl. noch Poll. 7, 36. Aber κανόνες αὐλαιῶν sind Gardinenstangen, Chares Ath. XII, 538 d. – 3) der Wageballen u. die Wage selbst, Poll.; vgl. Ar. Ran. 798 u. Ep. ad. 85 (XI, 334), ἔστησ' ἀμφοτέρων τὸν τρόπον ἐκ κανόνος· εἰς τὸ μέρος δὲ καϑείλκετο τὸ τάλαντον; eigtl. nach Schol. Ar. Ran. 798 die Zunge am Wagebalken, τὸ ἐπάνω τῆς τρυτάνης ὃν καὶ εἰς ἰσότητα ταύτην ἄγον. – 4) die Ruthe, als Meßwerkzeug, die Meßruthe, Sp. Am Gewöhnlichsten jedes Instrument, das dazu dient, eine gerade Richtung hervorzubringen, Loth od. Setzwage, Richtscheid; ὥςτε τέκτονος παρὰ στάϑμην ἰόντος ὀρϑοῦται κανών Soph. frg. 421; πύργους ὀρϑοῖσιν ἔϑεμεν κανόσιν Eur. Troad. 6; κανόνι καὶ τόρνῳ χρῆται ἡ τεκτονική Plat. Phil. 56 b; ἐν τῇ τεκτονικῇ, ὅταν εἰδέναι βουλώμεϑα τὸ ὀρϑὸν ἢ τὸ μή, τὸν κανόνα προςφέρομεν Aesch. 3, 199; μολίβδινος Arist. Eth. 5, 14; Lineal, ταμίης γραμμῆς ἰϑυπόρος Paul. Sil. 50 (VI, 64), u. öfter in der Anth. Uebertr. heißt der Glück verheißende Sonnenstrahl κανὼν σαφής. Uebh. Richtschnur, Regel, Vorschrift; κανόνι τοῦ καλοῦ μετρῶν Eur. Hec. 602; γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον El. 52; ὅσα γὰρ ἀδικημάτων νόμος τις διώρικε, ῥᾴδιον τούτῳ κανόνι χρωμένους κολάζειν τοὺς παρανομοῦντας Lycurg. 9; ὅροι τῶν ἀγαϑῶν καὶ κανόνες Dem. 18, 296; καὶ μέτρον Arist. Eth. 3, 6. – So hieß eine Statue des Polykleitos κανών, die als Regel für die Schönheitsverhältnisse der menschlichen Gestalt anerkannt wurde; in der Musik das Monochord, nach dem alle übrigen Tonverhältnisse bestimmt wurden, Nicom. arithm.; so hießen auch bei den alexandrinischen Grammatikern die Sammlungen der griechischen Schriftsteller, welche sie als mustergültig anerkannten, Quint. inst. rhet. 10, 1, 54. 59; Ruhnken histor. oratt. p. XCIV; bei den K. S. diejenigen heiligen Bücher, welche die Kirche als Richtschnur u. Glaubensregel angenommen hatte, die kanonischen Bücher. – Bei den Gramm. sind κανόνες Regeln, bes. der Declination u. Conjugation, u. Regeln über die Construction, vgl. z. B. Choerobosc. in B. A. 1180. – Κανόνες χρονικοί, chronologische Hauptmomente, welche man als ausgemacht annahm, u. nach denen man die dazwischen liegenden Zeiträume berechnete, Plut. Sol. 27; vgl. D. Hal. 1, 74; a. Sp.
-
3 ἀρετή
ἀρετή ( ἀρι –, ἀρείων, ἄριστος, Ἄρης, vgl. ἀρεί. ων), ἡ, Tugend, nicht im christl., sondern im Griech. Sinne; Vortrefflichkeit, Güte, Vorzug, von Geist u. Leib. Hom. Od. 17, 322 ἥμισυ γάρ τ' ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρυόπα Ζεὺς ἀνέρος, εὖτ' ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν. In diesem Sinne Hom. öfters von den Heroen; Iliad. 13, 237 συμφερτὴ δ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν, Zenodot u. Aristophanes Byz. συμφερτὸς δὲ βίη, Aristarch συμφερτὴ δ' ἀρετή, s. Scholl. Nicanor. u. Didym.; die Götter haben ἀρετή Iliad. 9, 498, Pferde 23, 276 (vgl. Aristot. Eth. 2, 5 Xen. Hier. 2, 2), Penelope Od. 2, 206. 24, 197, die Füße eines Mannes Iliad. 20, 411; ὄφρ' ἀρετὴν παρέχωσι ϑεοὶ καὶ γούνατ' ὀρώρῃ Od. 18, 133; κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε Iliad. 23, 578; τῶν περ καὶ μείζων ἀρετὴ τιμή τε βίη τε 9, 498; ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε ὤλεσαν ἀϑάνατοι Od. 18, 251. 19, 124; ἀλλὰ καὶ ἔνϑεν ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε νόῳ τε ἐκφύγομεν 12, 211; οὕτω γάρ κέν μοι ἐυκλείη τ' ἀρετή τε εἴη ἐπ' ἀνϑρώπους 14, 402; auffallende Vbdg σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν Od. 24, 193; Plural dreimal: πόσιν παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον Od. 4, 725. 815; τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμεί-νων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσϑαι, καὶ νόον ἐνπρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο Iliad. 15, 642. Auch bei Herod. Tapferkeit, Muth, 8, 92; ἀρετὰς ἀποδείκνυσϑαι, Heldenthaten vollbringen, 1, 176. 9, 40; ἀρετὰς πράσσειν, Großthaten verrichten, Pind. I. 5, 11; vgl. Plat. Rep. X, 618 b; ἐπὶ γένεσι καὶ προγόνων ἀρεταῖς καὶ ῥώμῃ τῆς πόλεως Menex. 243 c; Xen. Cyr. 4. 1, 5, u. sonst auch Sp. Vorzüglichkeit, Trefflichkeit, χώρη ἀρετὴν ἄκρη Her. 7, 5, wie γῆς Thuc. 1, 2; Plat. Critia 110 e 117 b u. Sp., wie Pol. 2, 15, 1 u. öfter; ἅρματος Xen. Hier. 11, 5; σώματος ἀρετή, ὑγίεια Plat. Gorg. 479 b; Arist. rhet. 1, 3; Schönheit, Xen. Cyr. 5, 1, 4; ὀφϑαλμῶν, ὤτων Plat. Rep. 1, 353 b; ἑκἀστου σκεύους καὶ ζώου X, 601 d; κυνῶν, ἵππων I, 335 b u. sonst. Bei den Att. wird aber die moralische Bedeutung, Tugend, vorherrschend, u. bleibt es bei den Spätern; bes. Tüchtigkeit des Sinnes u. des Handelns vereinigt. Dah. geistiger Vorzug, ἀρεταί, vortreffliche Eigenschaften übh.; Plat. spricht auch von ἀρετὴ τεκτονική, πολιτική, Kunst u. Fertigkeit, Prot. 322 d; κυβερνητική Alc. I, 135 a; δικαστοῦ Apol. 18 a. d. i. die Pflicht. Bei Thuc. 3, 58 ἡ ἀρετὴ ἡ ἐς τοὺς Ἕλληνας, Verdienst; ebenso ἡ περὶ ἐμὲ ἀρετή Xen. An. 1, 4, 8; ἀρετῆς καὶ δόξης λόγος Dem. 19, 142; Auszeichnung, φέρει εἰς τοὺς πολλοὺς ἀρετήν Thuc. 1, 38; Harpocr. erkl. dah. εὐδοξία; vgl. B. A. 443 u. Soph. Phil. 1420 ἀϑάνατον ἀρετὴν ἔσχον.
-
4 τόρνος
τόρνος, ὁ, 1) ein Werkzeug der Zimmerleute, einen Kreis vorzuzeichnen und das Holz darnach zu runden, unserm Zirkel entsprechend; wahrscheinlich ein Stift, den man einsetzte, nebst einer daran befestigten Schnur, die man straffgezogen im Kreise herumführte, wodurch die Zirkellinie beschrieben wurde, vgl. Welck. zu Theogn.; Xen. Vect. 1, 6; τροχὸς τόρνῳ γραφόμενος, Eur. Bacch. 1065; Theogn. 805; κυκλοτερὴς ὡς ἀπὸ τόρνου, Her. 4, 36; κανόνι καὶ τόρνῳ χρῆται τεκτονική, Plat. Phil. 56 b. – 2) das Dreheisen der Drechsler, tornus, βόμβυκας ἔχων τόρνου κάματον Aesch. frg. 51. – Auch das Schnitzmesser oder der Meißel, der Grabstichel, zum Schnitzen erhabener Arbeit und zum Glätten und Poliren gebraucht, Theophr. u. A. – 3) das durch diese Werkzeuge Hervorgebrachte, bes. Kreis, Rundung, Sp., τόξου τόρνῳ D. Per. 157.
См. также в других словарях:
τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… … Dictionary of Greek
τεκτονική — η 1. η τέχνη του τέκτονα (βλ. λ.). 2. κλάδος της γεωλογίας, η γεωτεκτονική, που ερευνά τη σύσταση και τις μεταβολές των πετρωμάτων του φλοιού της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Ιωαννίνων, νομός — Νομός (4.990 τ. χλμ., 170.239 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου. Στα Β συνορεύει με την Αλβανία, στα Α με τους νομούς Καστοριάς, Γρεβενών και Τρικάλων, στα Ν με τους νομούς Άρτης και Πρεβέζης και στα Δ με τον νομό Θεσπρωτίας. Ο ν.Ι. έχει πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δυναμική γεωλογία — Κλάδος της γεωλογίας που μελετά τις γεωλογικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Γης. Οι δυνάμεις που εμφανίζονται σε αυτές τις διεργασίες, ο τρόπος που δρουν και τα φαινόμενα που παράγουν είναι φυσικής, χημικής ή… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek